- τρίωτον
- τρῐ-ωτον, τό,A jar with three handles, BGU 544.17 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίωτον — τὸ, Α αγγείο με τρεις λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός επιθ. *τρίωτος < τρι * + ωτος (< οὖς, ὠτός «αφτί»), πρβλ. τετρά ωτος. Ανάλογος σχηματισμός είναι και το σιγμόληκτο επίθ. που απαντά στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην.… … Dictionary of Greek
ους — το (ΑΜ οὖς, ὠτός, Α επικ. τ. και οὖας, οὔατος, και δωρ. τ. ὦς) 1. μέλος τού σώματος, όργανο τής ακοής, το αφτί (α. «αἲ γὰρ δή μοι ἀπ οὔατος ὧδε γένοιτο», Ομ. Ιλ. β. «καὶ ἀφεῑλεν αὐτοῡ τὸ οὖς τὸ δεξιόν», ΚΔ) 2. (συνεκδ. με ρ. σε φρ.) η αίσθηση τής … Dictionary of Greek